Ο Λουκ Σίκμα του Ολυμπιακού και ο Μάικλ Γκίλμορ του ΠΑΟΚ έχουν εξαιρετικά γονίδια και κουβαλούν μαζί τους μία ισχυρή οικογενειακή παράδοση. Στη Ρόδο συναντήθηκαν οι δυο τους και μαζί τους συναντήθηκαν και τα πνεύματα του Τζακ και του Άρτις, δύο εκ των σπουδαιότερων σέντερ στην ιστορία του ΝΒΑ.
Στα τέλη του Σεπτέμβρη στη Ρόδο βρίσκονται οι μόνιμοι κάτοικοι, οι ξεχασμένοι τουρίστες και τέσσερις αποστολές ελληνικών ομάδων μπάσκετ. Αυτές του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού. Δηλαδή, οι φιναλίστ που θα αναμετρηθούν το Σάββατο (30/9) στον τελικό του Super Cup. Μιας διοργάνωσης που κρίνει τον πρώτο τίτλο της αγωνιστικής χρονιάς και αυτή διεξάγεται στο κομμάτι ξηράς που περικλείεται από σμαραγδένια νερά και γι' αυτό ονομάζεται και σμαραγδένιο νησί -εκτός από νησί των Ιπποτών.
Επίσης, εκεί βρίσκεται το Περιστέρι και ο ΠΑΟΚ, που ηττήθηκαν στους ημιτελικούς και τώρα θα παίξουν ο ένας με τον άλλο, περισσότερο με σκοπό την αυτοβελτίωση, καθώς η τρίτη θέση σε μία τέτοιου είδους κατάσταση δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αντίθετα μεγάλο ενδιαφέρον βρίσκεται σε αυτή την εκπληκτική συγκυρία της πρώτης συνάντησης των επιγόνων δύο Hall of Famers του NBA.
O Λουκ Σίκμα του Ολυμπιακού και ο Μάικλ Γκίλμορ του ΠΑΟΚ, καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα συναντηθούν ξανά κατά τη διάρκεια της κανονικής περιόδου της Basket League και θα αναμετρηθούν μεταξύ τους, αφού παίζουν στην ίδια θέση. Μπορεί να αναμετρηθούν και στο Κύπελλο ή αργότερα στα play offs στον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη (ποιος ξέρει;), αλλά στη Ρόδο συναντήθηκαν για πρώτη φορά και τα πνεύματα του Τζακ Σίκμα και του Άρτις Γκίλμορ. Των δύο θρύλων του αμερικάνικου μπάσκετ, όπου ο πρώτος είναι ο πατέρας του 34χρονου παίκτη του Ολυμπιακού και ο δεύτερος, ο θείος του 28χρονου φόργουορντ του ΠΑΟΚ. Ο αδελφός του πατέρα του, δηλαδή.
O μπαμπάς Σίκμα, πρωταθλητής NBA κι ένας ασταμάτητος σέντερ
Αν το όνομα Τζακ έχει συνδυαστεί με τη φασολιά στο παραμύθι, στο Hollywood με τον Νίκολσον και στο Λονδίνο του 19ου αιώνα με τον Αντεροβγάλτη, τότε στο NBA ένας είναι ο Τζακ: Ο 67χρονος σήμερα Σίκμα, ο οποίος το 1989, προς το τέλος της επαγγελματικής του καριέρας, απόκτησε έναν γιο που τον ονόμασε Λουκ και αυτός, το καλοκαίρι που μας πέρασε πήρε μεταγραφή για τον Ολυμπιακό.
Ο Τζακ Σίκμα λοιπόν, όταν ο Λουκ ήταν δύο ετών (το 1991) ολοκλήρωσε την παρουσία του στο NBA, που περιελάμβανε 14 σεζόν κατά την διάρκεια των οποίων πρόλαβε να σκοράρει 17.287 πόντους και να μαζέψει 10.816 ριμπάουντ. Με γρήγορους, όχι βιαστικούς και ακριβείς υπολογισμούς αυτή η συλλογή στατιστικών μεταφράζεται σε 15,6 πόντους και 9,8 ριμπάουντ ανά αγώνα.
Ξεκίνησε την καριέρα του το 1977 στο Σιάτλ και δύο χρόνια αργότερα κατέκτησε το πρώτο και το μοναδικό πρωτάθλημα της καριέρας του και οι Σούπερ Σόνικς (που σήμερα δεν υπάρχουν αν και στην πραγματικότητα μετεξελίχθηκαν ως Οκλαχόμα Σίτι Θάντερ) το πρώτο της ιστορίας τους. Στην καλύτερη σεζόν της καριέρας του είχε 19,6 πόντους και 12,7 ριμπάουντ. Ήταν τρόμος και φόβος κάτω από τη ρακέτα, ενώ πέραν από το Σιάτλ τίμησε και τη φανέλα των Μιλγουόκι Μπακς, την οποία και κρέμασε μαζί με τα παπούτσια του στο τέλος της σεζόν 1990-91.
Ο Τζακ ήταν ένας σύγχρονος ψηλός, με μπόι στα 211 εκατοστά, με πρωτοποριακές κινήσεις στο παρκέ, που σπανίως δεν έκανε double double και σπανίως αστοχούσε από τη γραμμή των ελευθέρων βολών. Ποτέ κανένας σέντερ δεν έχει πλησιάσει καν το 92,2% που εκτέλεσε τη σεζόν 1987-88, ενώ σε 1107 παιχνίδια καθ' όλη τη διάρκεια της πορείας του είχε ποσοστό 84,9%!
Για όλα αυτά του τα κατορθώματα (και για ακόμα περισσότερα) η μορφή του Τζακ Σίκμα το 2019 μπήκε στο μουσείο του αμερικάνικου μπάσκετ, γνωστό και ως «The Naismith Memorial Basketball Hall of Fame». Εκεί όπου ανήκουν οι κορυφαίοι όλων των εποχών.
Ο θείος Γκίλμορ σάρωνε τους πάντες στο πέρασμά του
Σχεδόν τον ίδιο καιρό που ο ξανθομάλλης πατέρας του Λουκ Σίκμα έκανε μεγάλη αίσθηση με το παιχνίδι του στο ΝΒΑ, ένας αφρομάλλης με φαβορίτες -που τότε ήταν στην μόδα- αποτελούσε το αντίπαλο δέος. Ο Άρτις Γκίλμορ, ο αδελφός του πατέρα του Μάικλ Γκίλμορ του ΠΑΟΚ, μεγαλύτερος σε ηλικία από τον Τζακ Σίκμα κατά επτά χρόνια (σήμερα είναι 74 ετών), αφού πρώτα έκανε πάταγο στο ΑΒΑ, εκεί όπου το 1975 πήρε το πρωτάθλημα με τους Κεντάκι Κόλονελς, το 1976 μεταφέρθηκε στο ΝΒΑ καθώς η λίγκα που αγωνιζόταν μέχρι τότε διαλύθηκε. Κανένα πρόβλημα για τον ίδιο!
Πήγε στο Σικάγο και με τους Μπουλς συνέχισε να μεγαλουργεί. Από τους 24,6 πόντους και τα 15,5 ριμπάουντ που στην τελευταία του χρονιά στο Κεντάκι, παρέμεινε σε αυτό το επίπεδο με 20 ή σχεδόν 20 πόντους ανά αγώνα και με διψήφιο αριθμό ριμπάουντ για 11 χρόνια στον «μαγικό πλανήτη», αγωνιζόμενος και στους Σαν Αντόνιο Σπερς, ενώ στα τελευταία του έπαιξε και πάλι με τους με τους Μπουλς, αλλά ολοκλήρωσε την καριέρα του στις ΗΠΑ με τους Σέλτικς στη Βοστώνη. Το 1988 πήγε στην Ιταλία για να αγωνιστεί μία χρονιά στην Άριμο Μπολόνια, ως ένας από τους πιο σπουδαίους NBAers που ήρθαν ποτέ στην Ευρώπη.
Στο σύνολο της καριέρας του στο κορυφαίο πρωτάθλημα του πλανήτη είχε 24.941 πόντους και 16.333 ριμπάουντ (18,8 και 12,3 αντίστοιχα κατά μέσο όρο). Επίσης είχε 3.178 μπλοκ (2,4) ως ένας από τους καλύτερους του είδους όλων των εποχών. Και από το 2011 ανήκει και αυτός Hall of Fame.