Ο Βασίλης Μοιρώτσος γράφει για την πιο ανατριχιαστική φράση που ακούστηκε όλες αυτές τις ώρες που η Ελλάδα κλαίει για μια τραγωδία η οποία δε λέει να τελειώσει.
«Πάμε κι όπου βγει». Και βγήκε στην κόλαση. Σε ένα σκηνικό βγαλμένο από τους μεγαλύτερους εφιάλτες που θα μπορούσε να ζήσει ο οποιοσδήποτε. Εκείνη η μάνα που βρισκόταν με το έξι μηνών μωράκι της στην αγκαλιά όταν άκουσε το «μπαμ». Εκείνος ο φοιτητής - ήρωας, που με κίνδυνο τη ζωή του έσωσε περισσότερους από δέκα συνανθρώπους του. Ένας γίγαντας ετών 20. Εκείνες οι δίδυμες φοιτήτριες που αγνοούνται ακόμα και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Δηλαδή 24 ώρες μετά την τραγωδία στα Τέμπη που σου ραγίζει την καρδιά σε κάθε είδηση που ακούς/διαβάζεις/μαθαίνεις.
«Πάμε κι όπου βγει». Και βγήκε σε 11 λεπτά που το ένα τρένο πήγαινε καρφωτό πάνω στο άλλο. 11 λεπτά που οι περίπου 350 επιβάτες που βρίσκονταν μέσα δε γνώριζαν τι έρχεται. Δε γνώριζαν πως θα καταλήξουν στον θάνατο ή στο νοσοκομείο ή εγκλωβισμένοι κάτω από συντρίμια. Στριμωγμένοι από μια φλόγα που έβγαζε 1300 βαθμούς Κελσίου.
21:24 - 01.03.2023
Ο ήρωας που έσωσε τουλάχιστον δέκα παιδιά από το τρένο
Η ιστορία του Ανδρέα Αλικανιώτη, που αψήφησε τις φλόγες και έσωσε δέκα παιδιά από το τρένο στα Τέμπη.
«Πάμε κι όπου βγει». Και βγήκε σε ένα τοπίο που μύριζε θάνατο. Αίμα. Τρόμο. Οργή. Οργή για όλους εκείνους που όπως αποδεικνύεται δε μας βάζουν να ταξιδεύουμε σε ένα τρένο με ασφάλεια, αλλά μας στέλνουν στο τρενάκι του τρόμου. Λες και βρισκόμαστε σε λούνα παρκ. Μόνο που στα λούνα παρκ διασκεδάζεις, γελάς, χαίρεσαι. Γυρίζεις το βράδυ σπίτι σου. Σε εκείνο το τρένο ο χρόνος για δεκάδες ανθρώπους σταμάτησε στα Τέμπη.
«Πάμε κι όπου βγει». Και βγήκε σε τηλέφωνα που χάθηκαν, σε μηνύματα που θα είναι η τελευταία ανάμνηση μιας μάνας από το παιδί της, ενός παιδιού από τον γονιό του, μιας κοπέλας από τον σύντροφό της, ενός φίλου από έναν φίλο. «Σε λίγο φτάνουμε, ανυπομονώ». Αλλά δεν έφτασε. Και δε θα φτάσει. Και αυτό το «σε λίγο φτάνουμε» θα μένει εκεί να στοιχειώνει όποιον και όποια το διαβάζει. Γιατί; Έλα ντε... Γιατί;
«Πάμε κι όπου βγει». Και βγήκε σε δεκάδες tweets με φωτογραφίες ανθρώπων που αγνοούνται. «Φοιτήτρια 20 ετών», γράφει ο ένας. «Ψάχνουμε τον αδερφό μου», γράφει ένας δεύτερος. «Τη λένε Ιφιγένεια», αναφέρει κάποιος τρίτος. Και ελπίζουν. Για την Ιφιγένεια, για τον Βάιο, την Αναστασία, τον Γιώργο, τον Νίκο. Για τα δύο παιδιά από την Κύπρο. Ελπίζουν ότι κάποιος τους έχει δει, κάποιους τους έχει σύρει ζωντανούς, κάποιος τους βοήθησε και αναπνέουν ακόμα. Και θα τους δουν ξανά. Και θα τους αγκαλιάσουν ξανά. Και θα τους μιλήσουν ξανά. Και θα γελάσουν ξανά. Και θα ζήσουν. Ξανά.
«Πάμε κι όπου βγει». Και βγήκε σε ένα «ανθρώπινο λάθος», όπως μας ενημέρωσε ο πρωθυπουργός. Ανθρώπινο λάθος. Λες και πρόκειται για οφσάιντ πριν έρθει το VAR. Λες και πρόκειται για ένα πέσιμο με ένα ποδήλατο. Ποιο ανθρώπινο λάθος στερεί τόσες ζωές και ποιοι ευθύνονται για να φτάσουμε σε αυτό το ανθρώπινο λάθος; Πως μπορούν και κοιτάζουν ευθεία στην κάμερα για να τα λένε και δεν σκύβουν το κεφάλι από ντροπή;
«Πάμε κι όπου βγει». Ακούς ξανά και ξανά τη μαρτυρία ενός επιβάτη που το είπε μπροστά σε όλη την Ελλάδα. Πως το άκουσε με τ' αυτιά του, μετά την καθυστέρηση του τρένου, να λέει ο μηχανοδηγός στον άνθρωπο των εισιτηρίων την ατάκα «πάμε κι όπου βγει». Που πάτε; Γιατί να πάτε; Γιατί να μην ξέρετε που θα βγει; Γιατί να μη σκέφτεστε, γιατί να μην έχετε λίγη ενσυναίσθηση;
«Πάμε κι όπου βγει». Και - τελικά - δεν βγήκε πουθενά.
Το «πάμε κι όπου βγει» το λέμε στον έρωτα. Πιάνοντας το χέρι του άλλου και προχωρώντας. Κι όπου βγει.
Το «πάμε κι όπου βγει» το λέμε στον αθλητισμό. Όταν ξέρουμε πως δεν είναι οι πιθανότητες με το μέρος μας, αλλά θα το παλέψουμε. Κι όπου βγει.
Το «πάμε κι όπου βγει» το λέμε στη δουλειά μας. Στο γραφείο μας. Στον φίλο μας που έχει ένα πρόβλημα. Στο παιδί μας που αγχώνεται για τις εξετάσεις. Σε ένα ταξίδι με άγνωστο προορισμό.
Δεν το λέμε σε ένα τρένο που κουβαλά 350 ψυχές. Δεν το λέμε γαμώτο...