Όταν ήταν παιδί, ο Εδουάρδο Γκαλεάνο ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής. Το ταλέντο του όμως δεν βρισκόταν στην αλάνα. Αλλά στο να μπορέσει να περιγράψει με τον πιο απίθανο τρόπο αυτό το παιχνίδι. Από την εποχή της αθωότητας μέχρι τον εκφυλισμό του. Γράφει η Χριστίνα Βραχάλη.
Ακολουθεί ένα κείμενο, με λίγες δικές μου λέξεις (ευτυχώς). Και ο λόγος που το κάνω αυτό, είναι γιατί θα ήθελα πολύ, όσοι δεν γνωρίζετε τον Εδουάρδο Γκαλεάνο, να τον γνωρίσετε μέσα από τα δικά του γραπτά. Από τα δικά του ειπωμένα.
Διότι υπάρχουν και προσωπικότητες οι οποίες δεν χωρούν σε λέξεις, ακόμα κι αν «οι λέξεις ταξιδεύουν»! Δε χωρούν σε προτάσεις. Ούτε σε φράσεις. Δεν μπορούν να περιγραφούν με καμία γλώσσα. Με κανένα λεξιλόγιο. Ούτε καν το ελληνικό, που είναι και τόσο πλούσιο… Νιώθω πως θα φτηνύνει... Οπότε αφήνω να το αναλάβει εκείνος...
Σαν σήμερα πριν από οκτώ χρόνια. Στις 13 Απριλίου το 2015, πέθανε ο Εδουάρδο Γκαλεάνο. Στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης. Εκεί όπου γεννήθηκε.
Δημοσιογράφος, λογοτέχνης, συγγραφέας… Αγαπημένος.
Βιβλία του έχουν μεταφραστεί σε 20 γλώσσες και στα ελληνικά. Ο ίδιος δήλωνε πως δεν ήταν ιστορικός, αλλά συγγραφέας με μνήμη. Πολλοί τον αποκαλούσαν διανοούμενο. Ήταν. Αλλά ο ίδιος αρνούνταν αυτόν τον τίτλο.
18:45 - 13.04.2023
Μπαλτάκος: «Δεν περίμενα να μου πετάξουν φούστα, αλλά με την τοξικότητα, δεν μ’ εκπλήσσει τίποτα» (vid)
Ο πρόεδρος της ΕΠΟ Τάκης Μπαλτάκος μίλησε για το περιστατικό με τη φούστα που του πέταξε ο Κώστας Καραπαπάς.
«Είμαι παιδί των καφέ… Ό, τι ξέρω το οφείλω σ’ αυτά. Κυρίως την τέχνη της αφήγησης. Την έμαθα ακούγοντας, στα τραπέζια των μπαρ, αυτούς τους θαυμάσιους προφορικούς αφηγητές των οποίων τα ονόματα αγνοώ, που έλεγαν θαυμαστά ψέματα, και τα έλεγαν με τόσο ωραίο τρόπο που, όσα έλεγαν, συνέβαιναν ξανά, κάθε φορά που τα αφηγούνταν. Είμαι παιδί αυτών των καφέ και αυτού του Μοντεβιδέο όπου υπήρχε χρόνος για να χάνεις χρόνο».
Άνθρωπος με έντονη πολιτική και κοινωνική δράση. Εχθρός των απολυταρχικών καθεστώτων. Και μια από τις διακεκριμένες προσωπικότητες της λατινοαμερικάνικης Αριστεράς. Φυλακίστηκε, εξορίστηκε, βρέθηκε κοντά στο εκτελεστικό απόσπασμα…
«Το έθνος που υπακούει δεν είναι πια έθνος, είναι η ηχώ ξένων».
«Δεν πιστευτώ στην φιλανθρωπία. Πιστεύω στην αλληλεγγύη. Η φιλανθρωπία είναι κατακόρυφη. Πηγαίνει από πάνω προς τα κάτω. Η αλληλεγγύη είναι οριζόντια. Σέβεται τον άλλον. Έχω πολλά να μάθω από άλλους ανθρώπους»
«Θέλω να ζω σε έναν κόσμο που τα όντα είναι μόνο άνθρωποι, χωρίς άλλον τίτλο, πέρα από αυτόν».
«Προσπάθησα και ακόμα προσπαθώ να αποδεχτώ την ανικανότητά μου να είμαι ουδέτερος και αντικειμενικός, ίσως γιατί αρνούμαι να μετατραπώ σε αντικείμενο, αδιάφορο στα ανθρώπινα πάθη».
«Κάθε άνθρωπος είναι τόσο μικρός όσο ο φόβος που αισθάνεται και τόσο μεγάλος όσο ο εχθρός που επιλέγει».
19:02 - 13.04.2023
Χαμός στο φινάλε με Βέργο - Κουλιεράκη, ο Λουτσέσκου χειροδίκησε κατά του Μεντίνα! (vid)
Με τη λήξη του ημιτελικού ΠΑΟΚ - Λαμία, ο Βέργος επιχείρησε να επιτεθεί στον Κουλιεράκη. Οι παίκτες των δύο ομάδων έγιναν ένα κουβάρι, ο Λουτσέσκου χειροδίκησε στον Μεντίνα και στη συνέχεια αγκαλιάστηκε με τον Ντε Βινσέντι.
Αγαπούσε πολύ το ποδόσφαιρο. Όταν ήταν παιδί, ήθελε να γίνει ποδοσφαιριστής. Το ταλέντο του όμως δεν βρισκόταν στην αλάνα. Αλλά στο να μπορέσει να περιγράψει με τον πιο απίθανο τρόπο αυτό το παιχνίδι. Αυτό που μπορεί να σε στείλει από την κόλαση στον παράδεισο και τούμπαλιν. Έγραψε ένα από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα που έχουν γραφτεί ποτέ για το λαϊκότερο παιχνίδι της ανθρωπότητας. «Το ποδόσφαιρο στη σκιά και στο φως». Από την εποχή της αθωότητας μέχρι τον εκφυλισμό του.
«Ο παίκτης τρέχει λαχανιασμένος πάνω κάτω. Από τη μια μεριά, τον περιμένει η ουράνια δόξα, από την άλλη, η άβυσσος της καταστροφής».
«Ονομάζεται γκολκίπερ, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να ονομαστεί και οσιομάρτυρας, κλοτσοσκούφι, αποδιοπομπαίος, κι εκείνος που πληρώνει τις αμαρτίες των άλλων. Λένε πως όπου πατάει δεν ξαναφυτρώνει χορτάρι. Είναι ολομόναχος, καταδικασμένος να παρακολουθεί τον αγώνα από μακριά. Μένει καθηλωμένος στη θέση του, στην ερημιά του, ανάμεσα στα τρία δοκάρια, περιμένοντας τον τουφεκισμό του».
«Μια ωραία ημέρα, η θεά του ανέμου φιλά το πόδι του άνδρα, ένα πόδι κακοπαθημένο και περιφρονημένο, και από εκείνο το φιλί γεννιέται το ποδοσφαιρικό είδωλο».
«Ο φανατικός είναι ένας οπαδός σε τρελοκομείο. Η εμμονή του να αρνείται το προφανές τον οδηγεί τελικά στο να απαρνείται τη λογική και οτιδήποτε άλλο έχει να κάνει με αυτήν»
«Το γκολ είναι ο οργασμός του ποδοσφαίρου. Και όπως ακριβώς ο οργασμός, έτσι και το γκολ, όλο και περισσότερο σπανίζει στη σύγχρονη ζωή».
«Ο διαιτητής είναι εξ ορισμού αυθαίρετος. Είναι ο επαχθής τύραννος που ασκεί τη δικτατορία του χωρίς καμιά πιθανότητα για αντιπολίτευση, και ο πομπώδης δήμιος που ασκεί την απόλυτη εξουσία του με χειρονομίες όπερας»
«Tι κοινό έχουν το ποδόσφαιρο και ο Θεός; Οι πιστοί τούς είναι απόλυτα αφοσιωμένοι, και οι διανοούμενοι τα αμφισβητούν».
«Παρόλο που το επαγγελματικό ποδόσφαιρο έχει γίνει περισσότερο για τις επιχειρήσεις και λιγότερο για το ίδιο το παιχνίδι, εξακολουθώ να πιστεύω ότι το ποδόσφαιρο είναι μέρος για τα πόδια που παίζουν και για τα μάτια που το βλέπουν».
«…Έμαθε να κερδίζει χωρίς να νιώθει Θεός και να χάνει χωρίς να νιώθει σκουπίδι. Σοφία που δεν αποκτάται εύκολα».
Φιλέλληνας. Κι επηρεασμένος από τους Έλληνες ποιητές. Μάλιστα η τριλογία «Μνήμη της φωτιάς» γεννήθηκε από ένα ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Αναφέρει ο ίδιος: «Διαβάζοντας τον μεγάλο Έλληνα ποιητή από την Αλεξάνδρεια, ένιωσα μια πρόκληση. Γιατί να μη δω τον κόσμο μέσα από την κλειδαρότρυπα; Γιατί να μη γράψω για το παρελθόν, να μην αφηγηθώ τη μεγάλη Ιστορία, μέσα από τη μικρή ιστορία; Στο ποίημα του Καβάφη, η νίκη του Μάρκου Αντώνιου στην Ελλάδα περιγράφεται από έναν φτωχό μικροπωλητή, ανεβασμένο στο γαϊδουράκι του, που διαλαλεί την πραμάτεια του, και δεν τον ακούει κανείς.
Σε μια από τις περιοδείες μου ως αφηγητής ιστοριών, βρέθηκα μια βραδιά στην πόλη Οουρένσε της Γαλικίας. Ένας κύριος με κοιτούσε συνοφρυωμένος από την τελευταία σειρά, χωρίς καν να κουνά τα βλέφαρα: σκαμμένο πρόσωπο της υπαίθρου και της σκληρής δουλειάς, σκέτη ζοχάδα. Όταν τελείωσε η ανάγνωση, πλησίασε αργά, με καρφωμένα τα μάτια του πάνω μου, έτοιμος να με γδάρει. Δεν μ' έγδαρε όμως. Μου είπε: «Πόσο δύσκολο θα πρέπει να είναι να γράφεις τόσο απλά.»
Το απλό που μας αφορά όλους. Που το έχουμε κάνει πολυσύνθετο. Πολύπλοκο. Λες και θέλουμε κάθε τόσο να επιβεβαιώνουμε την ευφυία μας. Οι μεγάλες ιστορίες, απλά περιγράφονται. Έτσι φανερώνεται το μεγαλείο τους. «Σε όλα μου τα έργα δεν έπαψα να διεκδικώ το μεγαλείο που κρύβεται στα μικρά πράγματα και στους ανώνυμους ανθρώπους, καθώς και να καταγγέλλω το απατηλό μεγαλείο σε καθετί υπερμέγεθες».
Ακόμα κι αν δεν είσαι μυημένος στον Γκαλεάνο, συνειδητοποιείς την υπερβατικότητα και το πολυδιάστατο της προσωπικότητας. Τη βαθιά γνώση και τη σοφία πίσω από τα λεγόμενά του. Την ανθρώπινη φύση. Τη θνητότητα. «ας δούμε την κάθε νύχτα σαν να ‘ναι η τελευταία και την κάθε μέρα σαν να ‘ναι η πρώτη μας». Τη λογική και το συναίσθημα.
«Προσοχή με αυτούς που σκέφτονται μόνο λογικά. Πρέπει να σκεφτόμαστε και να αισθανόμαστε. Όταν η λογική χωρίζεται από την καρδιά, να φοβάστε. Αυτά τα άτομα να τα φοβάστε, γιατί θα μας οδηγήσουν στο τέλος της ανθρωπότητας. Εγώ πιστεύω στην αντιφατική, δύσκολη, μα αναγκαία μίξη ανάμεσα σ’ αυτό που σκεφτόμαστε και σε αυτό που νιώθουμε. Όταν βλέπω κάποιον που αισθάνεται μόνο, λέω ‘είναι γλυκανάλατος’. Όταν βλέπω κάποιον που σκέφτεται μόνο, σκέφτομαι ‘τι τρομερό, είναι διανοούμενος’.
Εγώ δεν θέλω να είμαι ένα κεφάλι που γυρνάει μόνο του!» Το πραγματικό και το ουτοπικό και τη χρησιμότητά τους. Τη χρησιμότητα των αντιθέσεων και πως η ύπαρξή τους, δυναμώνει την αξία τους. «Είναι στον ορίζοντα… κάνω δύο βήματα, απομακρύνεται δύο βήματα. Κάνω δέκα βήματα και ο ορίζοντας τρέχει δέκα βήματα μακριά. Όσο και να περπατάω, δεν θα τη φτάσω ποτέ. Τι χρησιμεύει τότε η ουτοπία; Σ’ αυτό χρησιμεύει: στο να περπατάς». Συνειδητοποιείς «το δικαίωμα στο όνειρο» που έχουμε όλοι, ακόμα κι όταν «ένας κόσμος -είναι- ανάποδα»…
Επιτρέψτε μου να κλείσω με μία από τις πιο αγαπημένες μου φράσεις. «Είμαστε όλοι θνητοί μέχρι το πρώτο φιλί και το δεύτερο ποτήρι κρασί…»
Γειά μας. Για μας.