«Όπως αποδείχθηκε για άλλη μία φορά, στη ζωή δεν υπάρχουν δεδομένα. Αυτά ανατρέπονται εύκολα». Κι όμως, δεδομένο υπάρχει. Και είναι η μουσική που θα ζει στην αιωνιότητα. Η Χριστίνα Βραχάλη γράφει για τον σπουδαίο Νότη Μαυρουδή.
Είμαι από τους τυχερούς και ευγνώμονες ανθρώπους γιατί θεωρώ πως μεγάλωσα σε μουσική οικογένεια. Όχι, οι γονείς μου δεν ήταν μουσικοί, ούτε με κατηύθυναν στο να μάθω κάποιο μουσικό όργανο, όταν ήμουν παιδί, ούτε σε μουσικό σχολείο πήγα. Παρ’ όλα αυτά από το σπίτι μας δεν έλειψε ποτέ ο Χατζηδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Λοίζος, ο Πλέσσας, ο Σπανός, ο Ξαρχάκος, ο Μικρούτσικος και άλλοι «τιτανοτεράστιοι» τύποι που γέμισαν ευλαβικά τα λίγα τετραγωνικά του σπιτιού μας στα Πατήσια και λειτούργησαν λυτρωτικά στα έγκατα της ψυχής μας.
Μεταξύ αυτών ο Νότης Μαυρουδής. «Δε ζούμε μ’ ότι έχουμε, αλλά μ’ αυτό που λείπει, στα πιο μεγάλα γλέντια μας, μας κυβερνά η λύπη, γι’ αυτό κι εγώ σ’ ακολουθώ, σαν μέλισσα το μέλι, κι αυτοί π’ αφιερώθηκαν, ξέρουν τι θάρρος θέλει...» Αυτό ήταν από τα πρώτα που άκουσα. Με τη φωνή της -υπέρτατης- Τάνιας Τσανακλίδου και στίχους του Τάσου Σαμαρτζή.
Ήταν ανέκαθεν μανία μου, να διαβάζω τους συντελεστές ενός τραγουδιού, και να μη μένω μόνο σ’ εκείνον που ερμηνεύει. (Ας είναι καλά η αδερφή μου η Ελεάνα). Ειδικά τότε που υπήρχαν τα βινύλια και οι στίχοι ήταν στο οπισθόφυλλο. Καθόμουν με τις ώρες και τα χάζευα. Ήταν μαγεία στο μυαλό μου όλη αυτή η διαδικασία. Και έπειτα τα cd που είχαν μέσα τα “βιβλιαράκια”! Σπουδαία μόρφωση τότε...Εκ βαθέων.
Κάπως έτσι έμαθα τον Νότη Μαυρουδή. Και με έκανε να θέλω να τον «γνωρίσω». Ο Νότης Μαυρουδής τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στις φυλακές Αβέρωφ με τη μητέρα του, που είχε φυλακιστεί ως πολιτική κρατούμενη. «Η μητέρα μου καταδικάστηκε, γιατί έκρυβε η οικογένεια έναν αντιστασιακό στα Δεκεμβριανά του ’44. Τη μάνα μου την άφησαν να με γεννήσει στο σπίτι, με συνοδεία αστυνομίας βέβαια. Γεννήθηκα και μετά από μερικές μέρες ξαναμπήκε στο κελί και με πήρε μαζί της για να με θηλάσει. Δεν είχα και δεν έχω κανέναν λόγο να εκμεταλλευτώ τον ηρωισμό της μητέρας μου». Είναι σπουδαίο να μην μένεις στην ιστορία που έγραψε ο άλλος, αλλά να τη «χρησιμοποιείς» για να γράψεις μια νέα σελίδα της.
Μεγαλώνοντας λοιπόν, που η πρόσβαση στην πληροφορία έγινε κάπως πιο εύκολη, το ψάξιμο με οδήγησε στην ανακάλυψη. Έψαχνα, κι έψαχνα… Κι όσο έψαχνα, τόσο ανακάλυπτα. Μα, κι αυτό;
«Και τι ψυχή έχει μια νύχτα στους αιώνες, και τι ψυχή έχεις κι εσύ να μ’ αρνηθείς...» Ήταν η ερώτηση που ερχόταν αυτόματα στο μυαλό μου, κι έβγαινε ασυναίσθητα στις άκρες των χειλιών μου, όλο και πιο συχνά. Μα, κι αυτό; Ναι, Κι αυτό.
Έστριβε το μαχαίρι στην καρδιά μου κάθε φορά που άκουγα το «Φώναξέ με, αγάπη...»
Σπούδασε κιθάρα. Δίδαξε στην Ιταλία κι έπειτα στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών, και είχε μαθητές σπουδαίους καλλιτέχνες, μεταξύ άλλων και τον Σωκράτη Μάλαμα. Δισκογραφικά υπέγραψε 25 προσωπικούς δίσκους με έργα για κλασική κιθάρα, αλλά και συνθέσεις για δημοφιλείς τραγουδιστές.
Μελοποίησε Ελύτη, Δασκαλόπουλο, Χατζιδάκι… «Κρίση την είπαν την πηγή, που πάνε τ’ άστρα να λουστούν το βράδυ…» Μα κι αυτό; «Ίσως φταίνε τα φεγγάρια που ‘μαι τόσο μοναχή, νιώθω πως γερνώ τα βράδια και χρωστάω στη ζωή, ίσως φταίνε τα φεγγάρια και πολλοί με λεν τρελή, που όλο ψάχνω στα σκοτάδια μήπως κάτι και συμβεί, ίσως φταίνε τα φεγγάρια ίσως πάλι φταις κι εσύ…». Ναι, κι αυτό. (Οι στίχοι του οποίου γράφτηκαν όντως σε ένα φτηνό ξενοδοχείο, σε ένα χαρτί από το πακέτο των τσιγάρων με ένα μολύβι ματιών).
20:07 - 31.12.2022
Επί προσωπικού για τον γίγαντα Αλέξανδρο
Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς. Η τελευταία ημέρα του χρόνου. Η ημέρα που γίνεται ο απολογισμός. Το μέτρημα. Μετράμε όλοι τις χαρές, τις λύπες, τις στιγμές…
Μα, κι αυτό. ΑΧ, ΑΥΤΟ… Το πρωινό τσιγάρο. (Πόσα χρόνια το καπνίζω, Θεέ μου;) Σε στίχους Άλκη Αλκαίου. Στη μνήμη του Μάνου Λοΐζου. «Κι εγώ σε ποντάρω κι ύστερα πάω πάσο σ’ ένα καρέ τυφλών…»
Μα τι κληρονομιά μας άφησε…
Ο Νότης Μαυρουδής που σιχαινόταν τους «πληθυντικούς» ευγενείας, γιατί τους θεωρούσε περιττούς, εφόσον υπήρχε αλληλοσεβασμός. Ο Νότης Μαυρουδής, ο χαμογελαστός, ο πράος, ο σεμνός, ο βαθιά σκεπτόμενος άνθρωπος, όπως έλεγαν όσοι τον γνώριζαν. Ο ευγενής, ο γλυκός, ο χαμηλών τόνων, ο σημαντικός, όπως μου μετέφερε η Ελεάνα, που είχε την τύχη να τον συναναστραφεί για λίγο στον Αθήνα 9.84. Ο «παλιάτσος» που αγάπησαν μικροί και μεγάλοι.
Ο συνθέτης, δάσκαλος και σολίστας της κιθάρας, αλλά και συγγραφέας 6 βιβλίων και πολλών κειμένων στο διαδίκτυο με κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο. Εκείνος που σε ερώτηση που του έγινε στο παρελθόν, αν μπορεί η τέχνη να συμβάλλει στον αγώνα κατά του φασισμού, απάντησε: «Είναι κοινώς ομολογούμενο πως οι τέχνες, αν δεν μπορούν να παίξουν ρόλο απελευθερωτικό και αυτογνωστικό, ώστε να προωθούν το πνεύμα και το φρόνημα προς κατευθύνσεις προοδευτικές, τότε δεν αντιλαμβάνομαι τη χρησιμότητά τους».
Η τέχνη στο μυαλό μου είναι κάτι ιερό. Κάτι μεγαλειώδες. Είναι η φωνή μου. Είναι όλα όσα εγώ δεν μπορώ να εκφράσω, και κάποιοι άνθρωποι ταλαντούχοι και χαρισματικοί, τα μετουσιώνουν σε φωνή και πολλές φορές σε κραυγή. Μετουσιώνουν την ανάγκη μου σε τραγούδι. Σε έργο. Γι’ αυτό το λόγο, για μένα είναι πολύ σημαντικό, κι έχει βαρύνουσα σημασία το τι πρεσβεύει ως άνθρωπος, ο κάθε καλλιτέχνης.
Ο ίδιος την Πρωτοχρονιά σε μία μακροσκελή ανάρτησή του στο Facebook ανέφερε μεταξύ άλλων: «Όπως αποδείχθηκε για άλλη μία φορά, στη ζωή δεν υπάρχουν δεδομένα. Αυτά ανατρέπονται εύκολα».
Και τόσο ξαφνικά...
Κι όμως, δεδομένο υπάρχει. Και είναι η μουσική που θα ζει στην αιωνιότητα.
Και κάτι ακόμα. Το πόσο πιο «φτωχοί» μείναμε...