Το καλοκαίρι της ποδοσφαιρικής ωρίμανσης του Καρυπίδη

Ο Καρυπίδης με φανέλα του Άρη

Το καλοκαίρι της ποδοσφαιρικής ωρίμανσης του Καρυπίδη

Αλέξης Σαββόπουλος 18:12 - 13.10.2024 / Ανανεώθηκε: 18:14 - 13.10.2024

Ο Αλέξης Σαββόπουλος γράφει για τη μετεωρική αλλαγή στη μεταγραφική φιλοσοφία του club και αυτό που καθόρισε τις αποφάσεις του ισχυρού άνδρα της κιτρινόμαυρης ΠΑΕ.

Γυρίζοντας το χρόνο πίσω και βλέποντας πως τελείωσε η περσινή σεζόν γίνεται προφανές ότι ο Θόδωρος Καρυπίδης κατάλαβε κάποια πράγματα που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό τις κινήσεις του το καλοκαίρι που μας πέρασε. Κυρίως διαπίστωσε ότι μετά από έναν ακόμη χαμένο τελικό στον οποίο ο Άρης πήγε με πραγματικά καλές προϋποθέσεις για να τον κατακτήσει, η δεξαμενή της υπομονής εξαντλήθηκε και δύσκολα θα υπήρχαν περιθώρια ανοχής σε επαναλαμβανόμενα λάθη και συμπεριφορές παρελθόντων ετών. Μόλις πριν από τέσσερις μήνες τα επίπεδα δημοφιλίας του ήταν σε ιστορικά χαμηλά της δεκαετίας που ηγείται του συλλόγου με φωνές που ζητούσαν ακόμη και την αποχώρησή του. Επομένως αντιλήφθηκε ότι είχε βρεθεί ενώπιον σημαντικών αποφάσεων. Κοινώς αποφάσισε να αλλάξει ρότα. Να το… πάρει αλλιώς!

Δίχως να τον κυριεύσει ο πανικός που θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε μια αμφιλεγόμενη επιλογή προπονητή, αρχικά διατήρησε τον Άκη Μάντζιο, ξεκινώντας σωστά από τον άνθρωπο που θα καθόταν στην άκρη του πάγκου. Φρόντισε όμως να του προσφέρει ένα ποιοτικότερο υλικό και βελτιωμένες συνθήκες εργασίας (κομμάτι το οποίο ασφαλώς και επιδέχεται περαιτέρω βελτίωσης).

Άφησε στην άκρη κινήσεις εντυπωσιασμού με ελάχιστα ποσοστά επιτυχίας και κραυγαλέες αποτυχίες του όχι και πολύ μακρινού παρελθόντος, όπως Ζερβίνιο, Μήτρογλου κτλ, κάποιες άλλες προθήκες που ήταν ξεκάθαρα ποδοσφαιρικά στοιχήματα με αμφίβολο αποτέλεσμα και το σημαντικότερο, η απογοήτευση από το φινάλε της σεζόν δεν τον οδήγησε στο ράβε- ξήλωνε του ρόστερ, όπως συνέβαινε στο παρελθόν. Απεναντίας διατήρησε ένα σημαντικό μέρος του βασικού κορμού και με υπομονή και μεθοδικότητα κέρδισε και τα τρία στοιχήματα των ανανεώσεων. Ειδικά στις υποθέσεις των Φαμπιάνο και Μορόν έπαιξε άριστα το χαρτί της υπομονής και δικαιώθηκε. Με το αζημίωτο φυσικά αφού δαπανήθηκαν αρκετά χρήματα αλλά είναι τέτοιοι πλέον οι κανόνες που καθορίζουν τους νόμους της ποδοσφαιρικής αγοράς.

Η πιο ρηξικέλευθη όμως αλλαγή συντελέστηκε  στο κομμάτι της ενίσχυσης. Ο ισχυρός άνδρας της κιτρινόμαυρης ΠΑΕ πήγε στα σίγουρα. Επένδυσε σε αγωνιστική αξία αλλά και προσωπικότητα που χρειαζόταν το ρόστερ. Έφερε στο Βικελίδης ποδοσφαιριστές με αξιοζήλευτα βιογραφικά, ενεργό ρόλο στις προηγούμενες ομάδες τους, παραστάσεις από μεγάλα πρωταθλήματα, υψηλό κίνητρο και απαιτήσεις από τον εαυτό τους. Πιστός επίσης στην πολιτική των κινήσεων με το βλέμμα στο μέλλον, έφερε τον ταλαντούχο Ντιαντί από τον οποίο ήδη εισπράττει υπεραξία και ετοιμάζεται να φέρει σύντομα και ακόμη ένα ταλαντούχο Αφρικανό μέσο. Βασίστηκε σε κινήσεις ποδοσφαιρικής λογικής με γνώμονα τις ανάγκες της ομάδας και τις αυξημένες απαιτήσεις που επιβάλλει ο φετινός ανταγωνισμός και το νέο… φωτογραφικό φορμάτ των playoffs. Βάζοντας είναι η αλήθεια βαθιά το χέρι στην τσέπη, σε μια χρονιά δίχως Ευρώπη και με μειωμένη την αγορά των εισιτηρίων διαρκείας. Και χωρίς τελικά να πραγματοποηθεί η πώληση του Μορόν που έμαοιζε με βεβαιότητα τον Ιούνιο.

Οι πρώτες επτά αγωνιστικές, αποτελούν μια πρώτη μικρή δικαίωση της αλλαγής φιλοσοφίας. Φαίνεται ότι έχει δημιουργηθεί μια ομάδα που μπορεί να κοιτάξει τον κάθε αντίπαλο στα μάτια και να τον κερδίσει, που διαθέτει παίκτες που στις θέσεις τους αναμφίβολα ξεχωρίζουν (Μόντσου, Μορόν, Σιφουέντες, Μάνου Γκαρθία, Ντιαντί) και έχει σημαντικά περιθώρια βελτίωσης, ώστε να παράξει το ποδόσφαιρο που οραματίστηκε η ιδιοκτησία και μέσα από αυτή τη διαδικασία να επιτευχθεί και ο τελικός στόχος που είναι, το μίνιμουμ, η έξοδος στην Ευρώπη και το μάξιμουμ, ο πρωταθλητισμός και η είσοδος στην τετράδα.

Σημαντική παρατήρηση. Ο σχεδιασμός δεν εκπονήθηκε από κάποιον τεχνικό διευθυντή, αφού δεν διαθέτει τέτοιον το club, αλλά από τον ίδιο και τους ανθρώπους που εμπιστεύεται με βάση τις εισηγήσεις του προπονητή, καθιστώντας σαφές ότι για τις αποτυχίες των προηγούμενων ετών δεν είναι το πρόσωπο που κάνει τη διαφορά, αλλά οι στοχευμένες επιλογές ουσίας, γνώση της αγοράς και οι κατάλληλες επαφές.