Ο Λουτσιάνο Ντε Σόουζα σε μια αποκλειστική συνέντευξη στην κάμερα του Sportal εξέφρασε την άποψη του για το σύγχρονο ποδόσφαιρο, ενώ δεν έκρυψε την πικρία του για τον δρόμο που έχει πάρει το άθλημα στην Ελλάδα.
Λουτσιάνο ντε Σόουζα. Ένα όνομα συνώνυμο με την ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, αφού ο ίδιος πρωτοήρθε στην Ξάνθη το 1995 και με εξαίρεση ένα μικρό πέρασμα στο εξωτερικό, δεν έφυγε ποτέ από την «πατρίδα» του.
Στα χαρτιά μπορεί να είναι εγγεγραμμένος ως γεννηθέντας στη Βραζιλία, ωστόσο για τον ίδιο η Ελλάδα είναι η χώρα του. Εδώ μεγάλωσε (ποδοσφαιρικά), εδώ συνεχίζει να μένει, εδώ συνεχίζει να παίζει. Διότι μπορεί να βρίσκεται στην ηλικία των 50, όμως ο παλαίμαχος άσος δεν εγκαταλείπει τη στρογγυλή θεά.
Προ ολίγων 24ωρων και παρά τη βροχή, ο Λουτσιάνο επέστρεψε ξανά στο γήπεδο και μάλιστα το έκανε για έναν πολύ όμορφο σκοπό. Ο Βραζιλιάνος, όπως και αρκετοί βετεράνοι του Ολυμπιακού (Βαμβακούλας, Παχατουρίδης κλπ.), βρέθηκε στη Βούλα για να αγωνιστεί κόντρα στην ομάδα Μητρόπολης Γλυφάδας, Ελληνικού, Βούλας, Βουλιαγμένης και Βάρης, με σκοπό να μαζευτούν τρόφιμα για συνανθρώπους μας που έχουν ανάγκη.
Ο πρώην ποδοσφαιριστής μίλησε στην κάμερα του Sportal κι αναφέρθηκε στις διαφορές του σύγχρονου ποδοσφαίρου με το παλιό, υποστηρίζοντας πως «οι παίκτες πλέον κοιτάζουν τα τατουάζ και όχι τις προπονήσεις». Αναφορά έκανε και στους Έλληνες ποδοσφαιριστές, υποστηρίζοντας πως αξίζουν πολλά παραπάνω και το αποδεικνύουν στο εξωτερικό. Ας δούμε αναλυτικά τα όσα μας είπε ο αγαπημένος «Λούτσι» της ομάδας του Ολυμπιακού.
Συνδυάζετε το αγαπημένο σας σπορ με έναν ιερό σκοπό. Πόσο ωραίο είναι αυτό;
«Οι βετεράνοι του Ολυμπιακού εδώ και πολλά χρόνια παίζουν παιχνίδια με αυτόν τον σκοπό. Νομίζω ότι είναι ότι καλύτερο αυτό που συμβαίνει και για αυτό συμμετέχω. Αν δεν ήταν φιλανθρωπικός ο σκοπός δεν νομίζω να υπήρχε λόγος να δώσουμε το παρόν. Ότι ήταν να κάνουμε ποδοσφαιρικά το κάναμε. Ο Ολυμπιακός εδώ και χρόνια έχει καταφέρει σε όλη την Ελλάδα να κάνει πολλά καλά και χαίρομαι που συμμετέχω».
Σας λείπει το να παίζετε ποδόσφαιρο επαγγελματικά;
«Κοίτα, σίγουρα το όνειρό μου ήταν πάντα να γίνω ποδοσφαιριστής. Έγινε πραγματικότητα και πολύ περισσότερο από όσο περίμενα, τόσο στη Βραζιλία όσο και στην Ελλάδα, σε ένα πολύ καλό επίπεδο. Το χαρήκαμε και εγώ και η οικογένειά μου, και χάρηκα ιδιαίτερα για τον πατέρα μου που δεν είναι πια ανάμεσά μας και πρόλαβε να δει τον γιο του να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα».
Έχετε γίνει ένα με την Ελλάδα, αγαπήσατε αυτή τη χώρα. Αυτή η σχέση αγάπης πώς ξεκίνησε;
«Ήρθα το 1995 να παίξω μπάλα στην Ξάνθη. Συνέχισα το 1998 στον Ολυμπιακό και θεωρώ ότι η Ελλάδα μπορεί να προσφέρει στον καθένα όλα όσα χρειάζεται για να κάνει οικογένεια, να μεγαλώσει τα παιδιά του, να ζήσει. Η χώρα μου η Βραζιλία είναι πολύ καλή, αλλά δεν έχουμε αυτή την ηρεμία και την ελευθερία όσο στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα από την πρώτη στιγμή και ο οι άνθρωποι και ο τρόπος ζωής μου πρόσφεραν όσα ήθελα, γι' αυτό αποφασίσαμε κι εγώ και η οικογένειά μου να μείνουμε εδώ και έτσι έχουν περάσει ήδη σχεδόν 30 χρόνια».
Τι αγαπήσατε περισσότερο στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια;
«Όταν κάνεις οικογένεια και αρχίζεις και μαθαίνεις τη γλώσσα, δένεσαι με τη χώρα. Έχω κάνει αρκετούς φίλους, πέρασα από πολλές πόλεις ως ποδοσφαιριστής και πάντα με αγκάλιαζαν με ένα τρόπο που ένιωθα πως ήμουν στη Βραζιλία. Γι' αυτό λέω με κάθε ειλικρίνεια κάτι που έχω πει πολλές φορές, δεν έχω κανένα λόγο να γυρίσω στη Βραζιλία, θέλω να ζήσω εδώ και ήδη έχω 2 παιδιά, 27 και 4 ετών, οπότε όλα αυτά μαζί με έκαναν να αγαπήσω περισσότερο την Ελλάδα. Και να μην ξεχάσουμε την αγάπη του κόσμου προς το πρόσωπό μου, είναι πολύ σημαντικό και σε δυναμώνει».
Ο κόσμος σας αγάπησε ως ποδοσφαιριστή. Εσείς με τη σειρά σας αγαπάτε το ελληνικό ποδόσφαιρο, το παρακολουθείτε; Ειδικά φέτος που είναι ένα τρομερό πρωτάθλημα.
«Παρακολουθώ, δε γίνεται να μην παρακολουθώ, διότι απασχολούμαι και στο προπονητικό κομμάτι πλέον. Θα ήθελα το ποδόσφαιρο εδώ να είναι από τα καλύτερα στην Ευρώπη, και το λέω ξανά και στεναχωριέμαι πάρα πολύ: περίμενα μετά το θρίαμβο της Ελλάδας στο Euro 2004 να ανέβαινε το ποδόσφαιρο σε ένα επίπεδο που θα αφήναμε πολλές χώρες πίσω μας. Ωστόσο, αυτό δεν έγινε. Κάναμε βήματα προς τα πίσω, και όποιος ασχολείται με το ποδόσφαιρο το βλέπει και τον στενοχωρεί. H ελπίδα όμως πάντα θα υπάρχει. Εύχομαι το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα να γίνει καλύτερο. Αυτό θα βοηθήσει να υπάρξουν περισσότεροι Έλληνες ποδοσφαιριστές, γιατί υπάρχει ταλέντο στη χώρα».
Τι θεωρείτε ότι φταίει και τι πιστεύετε ότι μπορούμε να φτιάξουμε στο ελληνικό ποδόσφαιρο;
«Λίγη σοβαρότητα (χρειάζεται). Δεν παίρνουν τα πράγματα στα σοβαρά ή εκείνα που τα παίρνουν κάποια στιγμή τα παρατάνε. Στο κομμάτι των ποδοσφαιριστών πολλοί λίγοι είναι σωστοί επαγγελματίες, το ίδιο και οι προπονητές που θέλουν να ασχοληθούν τα παιδιά. Οι παράγοντες φέρνουν ξένους παίκτες που παίρνουν τη θέση του Έλληνα, χωρίς καν να το αξίζουν».
10:57 - 01.04.2023
Ο αρχιτέκτονας της επιτυχίας της εθνικής Νέων, Τάσος Θέος στο Sportal: «Υπάρχει ταλέντο, αλλά τα παιδιά πρέπει να μπαίνουν στα βαθιά»
Ο προπονητής της Εθνικής Νέων, Τάσος Θέος, μίλησε στο Sportal για τη σπουδαία πρόκριση που πέτυχαν οι παίκτες του στα τελικά του Euro 2023, το ελληνικό ποδόσφαιρο το οποίο έχει μέλλον και ταλέντο αλλά και για ποδοσφαιριστές οι οποίοι κατάφεραν να ανοίξουν τα φτερά τους και να πρωταγωνιστήσουν.
Άρα πιστεύετε ότι δεν δίνεται η ευκαιρία στους Έλληνες ποδοσφαιριστές να ανέβουν πιο ψηλά;
«Υπάρχουν και ευκαιρίες αλλά πολλές εκείνοι που τις παίρνουν δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι για να κρατήσουν τη θέση. Πολλοί Έλληνες όταν αρχίσουν να βλέπουν πως κάνουν τη διαφορά, αποφασίζουν να φύγουν για το εξωτερικό. Έτσι μαθαίνουν να γίνονται επαγγελματίες. Πιστεύω ότι οι ομάδες χρειάζεται να ασχολούνται με το ποδόσφαιρο και όχι με άλλα θέματα. Έτσι χάνεται το ποδόσφαιρο».
Ποια παιδιά από όσα παρακολουθήσατε πιστεύετε πως θα μπορούσαν να φτάσουν στο επίπεδο του Τσιμίκα;
«Είναι παιδιά που περάσανε και από δοκιμασίες. Ο Τσιμίκας για παράδειγμα πήγε στην Ολλανδία, εκεί έπαιξε, γύρισε και μετά πήγε στη Λίβερπουλ. Πιο παλιά παραδείγματα όπως ο Νταμπίζας που πήγε στην Αγγλία και έκανε καριέρα ή ο Άκης ο Ζήκος που είχα τη χαρά να παίξω μαζί του. Πίστευα ότι αυτό το παιδί άξιζε να παίξει σε τόσο υψηλό επίπεδο και εν τέλει αγωνίστηκε σε τελικό Champions League. Υπήρχε και ο Μάνταλος που τον είχα από κοντά και είναι ένας εξαιρετικός ποδοσφαιριστής. Βλέπω τον Μπακασέτα και άλλους αρκετούς που έφυγαν από εδώ χωρίς να τους ξέρουμε και στο εξωτερικό βγάζουν μάτια. Είναι πολύ θετικό».
Άρα θεωρείτε ότι αυτά τα νέα παιδιά μπορούν να βοηθήσουν την Εθνική να φτάσει ψιλά ή εκεί που βρισκόταν στο παρελθόν;
«Κάθε χρόνο το ποδόσφαιρο αλλάζει. Όπως αλλάζει εδώ, έτσι αλλάζει και σε άλλες χώρες. Το μόνο σίγουρο είναι πως όταν υπάρχει μία σωστή κατεύθυνση, όλα είναι θετικά για να γίνει καλύτερη. Όταν η Ελλάδα αρχίζει και φτιάχνει έναν σοβαρό κορμό με νέα παιδιά, αυτό πηγαίνει στο θετικό κομμάτι. Για αυτό εύχομαι να συνεχιστεί! Εάν καταφέρει να καταφέρει ότι η ομάδα του 2004 δεν το ξέρουμε γιατί αυτό που έγινε τότε ήταν ένα δώρο από τον Θεό. Μακάρι να ξαναγίνει η Εθνική που ήταν».
Βιώνουμε ένα από τα πιο συναρπαστικά πρωταθλήματα των τελευταίων ετών. Θα ήθελα να μας δώσετε μία πρόβλεψη
«Ο Ολυμπιακός δεν ξεκίνησε καθόλου καλά και έχασε πολύ έδαφος στο πρωτάθλημα. Ο Παναθηναϊκός πήρε ένα προβάδισμα και έπειτα έπαιζε σαν να ήταν η συνέχεια της προηγούμενης σεζόν. Εκεί που είχε μία σταθερότητα όμως την έχασε. Στην ΑΕΚ ήρθε ένας καινούργιος προπονητής και έδωσε φιλοσοφία στην ομάδα. Κατάφερε να δημιουργήσει ένα στυλ παιχνιδιού που εμείς όταν βλέπουμε το χαιρόμαστε. Εγώ πιστεύω ότι αν ο Ολυμπιακός δεν έχανε τους βαθμούς από τον Άρη, θα ήταν δύσκολο να χάσει το πρωτάθλημα. Για μένα η ΑΕΚ έχει μία σταθερή πορεία στο πρωτάθλημα επομένως έχει ένα μικρό προβάδισμα».
Πολλές φορές τυχαίνει να συγκρίνουμε παλιούς και νέους; Από τους τωρινούς ποιοι θα «άντεχαν» στον παλιό Ολυμπιακό;
«Συνέχεια συγκρίνουν για παράδειγμα τον Μέσι με τον Ρονάλντο. Εγώ νομίζω πως κάθε ποδοσφαιριστής γράφει τη δική του ιστορία. Δεν μπορεί να τη διαγράψει κανένας. Ο καθένας έχει μία ιδιαίτερη ποιότητα. Υπάρχει μία ευλογία από τον Θεό. Το να συγκρίνεις τους παλιούς με τους καινούργιους είναι πολύ δύσκολο. Σίγουρα αυτό που υπήρχε παλιά ήταν η θέληση και η αγάπη για τη φανέλα. Τώρα δεν υπάρχει τόσο το ενδιαφέρον αυτό. Οι ποδοσφαιριστές με τα social media κλπ προτιμούν να χτυπήσουν ένα τατουάζ που κρατάει ώρες, αντί να κάνουν 10-20 λεπτά μία ατομική προπόνηση που θα τους βοηθήσει.